- ἄδριμυς
- ἄδρῑμυς, υ,A not tart or pungent, Luc.Trag.323.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άδριμυς — ἄδριμυς ( υος), υ (Α) [δριμύς] 1. αυτός που δεν είναι δριμύς, οξύς 2. ο μη αυστηρός, ο επιεικής … Dictionary of Greek